- Ρώσος
- ο, θηλ. Ρωσίδα, Νο κάτοικος τής Ρωσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Ρωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώς < Ros (πρβλ. ῥῶς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρώσος — Ρώσος, ο και Ρούσος, ο θηλ. Ρωσίδα και Ρώσα ο κάτοικος της Ρωσίας ή εκείνος που κατάγεται από αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σοστακόβιτς, Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς — Ρώσος συνθέτης (Πετρούπολη 1906 Μόσχα 1975). Έδειξε κλίση στη μουσική από πολύ μικρός ενδιαφέρθηκε εξίσου για τη σύνθεση και για το πιάνο και δέκα ετών μπήκε στο Ωδείο της Πετρούπολης. Αφού πήρε πτυχίο μετά έξι χρόνια επισφράγισε τις σπουδές του… … Dictionary of Greek
Κόρσακοφ, Νικολάι Αντρέγεβιτς Ρίμσκι — Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Βλ. λ. Ρίμσκι Κόρσακοφ, Νικολάι Αντρέγεβιτς … Dictionary of Greek
Κχατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς — Ρώσος συνθέτης. Βλ. λ. Χατσατουριάν, Άραμ Ίλιτς … Dictionary of Greek
Μάγερχολντ, Βσέβολοντ — Ρώσος σκηνοθέτης του θεάτρου. Βλ. λ. Μέγερχολντ, Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς … Dictionary of Greek
Πιοτρ — Ρώσος μητροπολίτης (13ος – 14ος αι.). Καταγόταν από τη νοτιοδυτική Ρωσία. Σε τοποθεσία κοντά στον ποταμό Ρατ ίδρυσε ένα μοναστήρι του οποίου έγινε ηγούμενος. Το 1308, με τη βοήθεια του πρίγκιπα Γιούρι Λβόβιτς Γκαλίτσκι, διορίστηκε από τον… … Dictionary of Greek
Ποπώφ, Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς — Ρώσος φυσικός (Τουρίνσκιε Ρούντνικι, Περμ 1859 – Πετρούπολη 1905), γνωστός για τα πειράματά του για τη λήψη των ραδιοκυμάτων. Έζησε ταπεινά, αφοσιωμένος στην επιστήμη. Γιος ιερέα, έκανε τις πρώτες σπουδές του στις ιερατικές σχολές του Δαλματόφ,… … Dictionary of Greek
Ράικο, Νικόλαος — Ρώσος φιλέλληνας ο οποίος, αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ήρθε στην Ελλάδα. Αφού πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στις οποίες πολέμησε με γενναιότητα, διορίστηκε μετά την αποκατάσταση διοικητής του φρούριου του Παλαμηδιού, έπειτα διοικητής… … Dictionary of Greek
Σάβινκοφ, Μπόρις Βικτόροβιτς — Ρώσος πολιτικός (1877 1925). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με φιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις. Σπούδασε στη Βαρσοβία και την Πετρούπολη. Αναμείχθηκε στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του και πήρε μέρος σε πολλές επαναστατικές… … Dictionary of Greek
Σαγόσκιν, Μιχαήλ Νικολάγεβιτς — Ρώσος δραματικός ποιητής (1789 1852). Υπηρέτησε αρχικά στο στρατό και στη συνέχεια διορίστηκε μέλος της διεύθυνσης του θεάτρου της Πετρούπολης και κατόπιν (1820) διευθυντής του θεάτρου της Μόσχας. Έγραψε πολλά ιστορικά δράματα και μυθιστορήματα… … Dictionary of Greek